φοινικόπεζα

φοινικόπεζα
φοινῑκόπεζα
1 with red feet of goddesses.

φοινικόπεζαν Δάματρα O. 6.94

φοινικόπεζα παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα Pae. 2.77


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φοινικόπεζα — φοινῑκόπεζα , φοινικόπεζα ruddy footed fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικόπεζα — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής θεάς Δήμητρος) αυτή που έχει πόδια πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πεζα (< πέζα «πόδι»), πρβλ. ἀργυρό πεζα, κυανό πεζα] …   Dictionary of Greek

  • φοινικόπεζαν — φοινῑκόπεζαν , φοινικόπεζα ruddy footed fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”